- ἐπεστάτει
- ἐπιστατέωto be animperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστατώ — (AM ἐπιστατῶ, έω) [επιστάτης] είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπω («επιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῑ τοῡ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν») αρχ. 1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.) 2. ακολουθώ («τίς γάρ με… … Dictionary of Greek